- αεραιμία
- η мед. кессонная болезнь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αεραιμία — Η ύπαρξη στο αίμα ποσότητας ελεύθερων αερίων, η οποία προκαλεί αεροεμβολισμό. Η ποσότητα αζώτου που έχει απορροφηθεί από το αίμα δεν είναι μεγαλύτερη από όση περιέχεται σε ίσο όγκο νερού. Όταν όμως o άνθρωπος βρεθεί σε αυξημένη ατμοσφαιρική πίεση … Dictionary of Greek
αεραιμία — η (ιατρ.), αρρώστια που προέρχεται από την απότομη αλλαγή της ατμοσφαιρικής πίεσης από υψηλή σε χαμηλή (αρρώστια των δυτών) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
πνευμαθαιμία — η, Ν ιατρ. η παρουσία αέρα ή αερίων μέσα στα αιμοφόρα αγγεία, αλλ. αεραιμία … Dictionary of Greek